συγκρούσιος

συγκρούσιος
σύγκρουσις
collision
fem gen sg (epic doric ionic aeolic)
συγκρούσιος
accompanied by clapping of the hands
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγκρούσιος — και, κατά το λεξ. Σούδα, συγκροτούσιος, ὁ, Α [σύγκρουσις] (ενν. γέλως] άτακτο γέλιο χωρίς κοσμιότητα κατά το οποίο χτυπούσαν τα χέρια τους και τα πόδια τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”